To debate είναι γνωστό στους κύκλους των λογιστών-φοροτεχνικών και ασφαλιστικών διαμεσολαβητών:
Μπορούν τα επενδυτικά προϊόντα των ασφαλιστικών εταιρειών, γνωστά και ως Unit linked, να περάσουν στα έξοδα μιας εταιρείας;
γράφει ο Νίκος Μωράκης (αναδημοσίευση από την ειδική έκδοση “Οδηγός Ασφάλισης” που κυκλοφόρησε με την Καθημερινή της Κυριακής)
Μπορούν τα συγκεκριμένα ασφάλιστρα να αποτελέσουν δαπάνη που σε τυχόν έλεγχο θα αναγνωριστούν φορολογικά; Προκειμένου να οδηγηθούμε σε μια ξεκάθαρη εικόνα για το τι ακριβώς ισχύει, παραθέτουμε τις θέσεις και των δύο πλευρών, ασφαλιστών και φοροτεχνικών:
Ας ξεκινήσουμε λέγοντας πως τα φορολογικά πλεονεκτήματα δεν θα έπρεπε να είναι το βασικό κίνητρο για τη σύναψη ενός αποταμιευτικού-επενδυτικού προγράμματος. Τα συγκεκριμένα προϊόντα έχουν λογική «κουμπαρά» και ο βασικός σκοπός τους είναι η πρόληψη και η αποταμίευση. Να έχουμε «λεφτά στην άκρη» σε περίπτωση που τα χρειαστούμε ή συνταξιοδοτηθούμε. Πρόκειται για μια έξυπνη εναλλακτική, πιθανώς αποδοτικότερη από το να αποταμιεύουμε τις οικονομίες μας σε τραπεζικούς λογαριασμούς, ειδικά σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού. Αν σε αυτή τη λογική προστεθεί και το φορολογικό πλεονέκτημα, τότε τα Unit linked αποτελούν ένα πραγματικά χρήσιμο εργαλείο στη διαχείριση των οικονομικών μας.
Τι λένε οι Ασφαλιστικοί Σύμβουλοι;
Τα Unit linked προϊόντα είναι ισόβια συμβόλαια ζωής συνδεδεμένα με επενδύσεις. Αυτό σημαίνει ότι τα ασφάλιστρα που πληρώνει ο συμβαλλόμενος δημιουργούν ένα κεφάλαιο, εφάπαξ ή σε δόσεις, το οποίο επενδύεται (συνήθως στις διεθνείς αγορές) δημιουργώντας αποδόσεις. Σε περίπτωση θανάτου του ασφαλιζόμενου προσώπου ή εξαγοράς του συμβολαίου, ο δικαιούχος του ασφαλίσματος λαμβάνει το χρηματικό ποσό που έχει συγκεντρωθεί (κεφάλαιο και αποδόσεις).
Και εδώ τώρα είναι η λεπτομέρεια που, κατά τους ασφαλιστές, κάνει τη διαφορά. Αν το συμβαλλόμενο πρόσωπο ‒δηλαδή ο κύριος κάτοχος του συμβολαίου‒ είναι εταιρεία, το ασφαλιζόμενο πρόσωπο είναι ο μέτοχος ή οι μέτοχοι της εταιρείας και ο δικαιούχος του ασφαλίσματος είναι και πάλι η εταιρεία, τότε η συγκεκριμένη δαπάνη μπορεί να θεωρηθεί έξοδο της εταιρείας. Και αυτό γιατί, σε περίπτωση ξαφνικού θανάτου του μετόχου, η εταιρεία θα εισπράξει το ασφάλισμα, έτσι ώστε να συνεχίσει απρόσκοπτα τη δραστηριότητά της. Πρόκειται για μια αρκετά συνηθισμένη πρακτική μετόχων και υψηλόβαθμων στελεχών επιχειρήσεων, την οποία εφαρμόζουν, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι η ξαφνική απώλειά τους δεν θα δημιουργήσει αρρυθμίες στη δραστηριότητα της εταιρείας – τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Με άλλα λόγια, η συγκεκριμένη δαπάνη πραγματοποιείται προς όφελος της εταιρείας, προκειμένου να προστατεύσει το έμψυχο περιουσιακό στοιχείο της. Τα εν λόγω προγράμματα λειτουργούν ακριβώς όπως λειτουργεί η ασφάλιση περιουσίας σε περίπτωση που ένα τυχαίο γεγονός προκαλέσει ζημιές ή καταστροφές μεγάλης έκτασης, π.χ. στα γραφεία ή στο κτίριο μιας εταιρείας.
Όπως μας εξήγησε γνώστης της αγοράς, αν μια εταιρεία αποταμιεύει 6.000 ευρώ το έτος, στα 10 χρόνια θα έχει δημιουργήσει ένα κεφάλαιο ζωής περίπου 60.000 ευρώ, συν τις όποιες πιθανές αποδόσεις. Το κεφάλαιο αυτό ανήκει στην ίδια την εταιρεία (δικαιούχος) σε περίπτωση θανάτου του ασφαλιζόμενου προσώπου ή απόφασης εξαγοράς του προϊόντος.
Ο αντίλογος από τους λογιστές
Όμως, οι λογιστές έχουν διαφορετική άποψη επί του θέματος και ειδικότερα ως προς το αν η συγκεκριμένη δαπάνη πραγματοποιείται προς το συμφέρον της επιχείρησης. Συγκεκριμένα σημειώνουν ότι το εν λόγω έξοδο δεν είναι απολύτως βέβαιο αν θα αναγνωριστεί φορολογικά σε τυχόν έλεγχο. Μάλιστα, στο παρελθόν, όταν ήταν σε ισχύ ο προηγούμενος νόμος φορολογίας εισοδήματος (Ν. 2238/1994), το Υπουργείο Οικονομικών είχε τοποθετηθεί σχετικά, μην αναγνωρίζοντας φορολογικά αυτές τις δαπάνες ασφαλίστρων. Ειδικότερα, με την 1074480/10916/Β0012/5.7.1996 απόφαση, η οποία επαναλαμβάνεται στην ΠΟΛ 1029/17.02.2006, η θέση του υπουργείου ως προς τη φορολογική αναγνώριση των συγκεκριμένων δαπανών ήταν ότι: «Το ποσό των ασφαλίστρων που καταβάλλει η επιχείρηση για την πληρωμή επενδυτικού προγράμματος (συμβολαίου) ασφαλιστικής εταιρείας, στο οποίο τυγχάνει συμβαλλόμενος και δικαιούχος η ίδια η επιχείρηση, δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδά της».
Πρόκειται για μια τοποθέτηση που με την εφαρμογή του Νόμου Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 4172/2013) δεν έχει επαναληφθεί από το Υπουργείο Οικονομικών, απαγορεύοντας ρητά τη φορολογική αναγνώριση των δαπανών των συγκεκριμένων ασφαλίστρων, με συνέπεια να αφήνεται το τι τελικά ισχύει στην κρίση του ελεγκτή, εκτός από την περίπτωση θανάτου του ασφαλιζόμενου προσώπου που η εταιρεία μπορεί να εισπράξει το σχετικό κεφάλαιο χωρίς να φορολογηθεί ως εισόδημα.
Τέλος, το όλο εγχείρημα το μόνο που καταφέρνει είναι να δίνει μια αναβολή χρόνου στη μείωση του φόρου εισοδήματος της εταιρείας, καθώς, στη λήξη του συμβολαίου ή στην περίπτωση εξαγοράς, θα υπάρξει κανονικά φορολογία εισοδήματος, εκτός και αν αλλάξει ο δικαιούχος ασφαλίσματος ‒ που και πάλι, σε περίπτωση ελέγχου, ο ελεγκτής θα κρίνει αν η συγκεκριμένη ενέργεια είναι θεμιτή ή όχι.