Δεκαέξι καμπανάκια για την επικράτηση υγιών όρων ανταγωνισμού στις αγορές της ιδιωτικής υγείας και των σχετικών υπηρεσιών ιδιωτικής ασφάλισης, έκρουσε η Επιτροπή Ανταγωνισμού, επισημαίνοντας τη συνεχή αύξηση των ασφαλίστρων και του κόστους νοσηλείας, αλλά και τη μερική αδιαφάνεια στη διαμόρφωση των τιμολογίων των δύο αγορών, ενώ ζητεί ιδιαίτερη προσοχή στη θέσπιση νέου Δείκτη για τις αυξήσεις στα ασφάλιστρα Υγείας.
Ειδικότερα, στην Τελική Έκθεσή της για την αγορά παροχής ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας και συναφών υπηρεσιών ασφάλισης, η Ανεξάρτητη Αρχή τονίζει ότι η αύξηση του κόστους ασφάλισης οφείλεται στην αυξανόμενη συχνότητα νοσηλίων λόγω επιδείνωσης της νοσηρότητας και της γήρανσης του πληθυσμού, στην αύξηση του όγκου υπηρεσιών ανά περιστατικό, στην άνοδο του μέσου κόστους αποζημίωσης ανά νοσηλεία και στις αυξήσεις τιμών από ιδιωτικές κλινικές. Επισημαίνει, δε, τα εξής:
1. Επί πολλά έτη καταγράφεται σταθερή άνοδος του κόστους ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, όπως και των αντίστοιχων ασφαλιστικών προγραμμάτων που τις καλύπτουν.
2. Οι καταναλωτές αδυνατούν να προβλέψουν την εξέλιξη των ασφαλίστρων ώστε να αναζητήσουν επαρκώς εναλλακτικές λύσεις.
3. Οι ασφαλιστικές εταιρείες αδυνατούν να απορροφήσουν πλήρως την αύξηση του κόστους υγειονομικής περίθαλψης, μεταφέροντας στον ασφαλισμένο τη σχετική επιβάρυνση.
4. Η σύνδεση των ασφαλίστρων με έναν δείκτη που ενδέχεται να βασίζεται σε περιορισμένο αριθμό προγραμμάτων – με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όπως μεγάλης ηλικίας ασφαλισμένοι ή αυξημένα περιστατικά – μπορεί να προκαλέσει σοβαρές στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό.
5. Ο νέος Δείκτης θα μπορούσε να λειτουργήσει ως “εστιακό σημείο” για την τιμολόγηση μεταξύ ασφαλιστικών εταιρειών, μειώνοντας τις ανταγωνιστικές πιέσεις, όπως και σε σιωπηρή σύμπραξη ή εναρμονισμένες αυξήσεις τιμών αλλά και να πλήξει την αντικειμενικότητα και τη διαφάνεια του μηχανισμού τιμολόγησης.
6. Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή του νέου Δείκτη θα πρέπει να γίνει με αυστηρά κριτήρια διαφάνειας, επαληθευσιμότητας και προσβασιμότητας για τους καταναλωτές.
7. Καταγράφεται δυσκολία σύγκρισης τιμών μεταξύ ιδιωτικών κλινικών και ασφαλιστικών εταιρειών. Η ποικιλομορφία στην τυποποίηση των υπηρεσιών και η απουσία ενιαίων προτύπων τιμολόγησης καθιστούν αδύνατη την ουσιαστική σύγκριση.
8. Η τιμολόγηση ακολουθεί το μοντέλο “fee-for-service”, όπου οι κλινικές αποζημιώνονται με βάση τον αριθμό και το είδος των υπηρεσιών, γεγονός που ενθαρρύνει την αύξηση του όγκου υπηρεσιών παρά τη συγκράτηση του κόστους.
9. Καταγράφεται έντονη διαφοροποίηση στις τιμές μεταξύ πελατών, ακόμα και για ίδιες υπηρεσίες.
10. Ενώ οι κλινικές ισχυρίζονται ότι οι ασφαλιστές έχουν το διαπραγματευτικό πλεονέκτημα με τη στήριξη εταιρειών διαχείρισης, η πλευρά των ασφαλιστικών εταιρειών υποστηρίζει πως οι μεγάλοι όμιλοι υγείας επιβάλλουν τιμές λόγω της αυξημένης ζήτησης και της μειωμένης προσφοράς σε εξειδικευμένες υπηρεσίες.
11. Η τάση συγχωνεύσεων μεταξύ ασφαλιστικών εταιρειών και παρόχων υγείας αυξάνει τους προβληματισμούς για περιορισμό της ελεύθερης επιλογής για τους ασφαλισμένους.
12. Η καθετοποίηση υπηρεσιών και καλύψεων δύναται να οδηγήσει σε κατευθυνόμενη παραπομπή των ασφαλισμένων μόνο σε συγκεκριμένα θεραπευτήρια, περιορίζοντας τον ανταγωνισμό και αυξάνοντας τα κόστη για όσους δεν εντάσσονται σε τέτοια δίκτυα.
13. Υπάρχει ανάγκη επανεξέτασης του υφιστάμενου συστήματος τιμολόγησης με έμφαση στην εφαρμογή εναλλακτικών μοντέλων, όπως το σύστημα DRGs (Diagnosis-Related Groups) που επιτρέπει καλύτερη παρακολούθηση του κόστους.
14. Υπάρχει ανάγκη κωδικοποίησης και τυποποίησης των υπηρεσιών στους τιμοκαταλόγους των ιδιωτικών κλινικών και των ασφαλιστικών εταιρειών, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να συγκρίνει τιμές και παροχές.
15. Η βελτίωση της πληροφόρησης και η διαφάνεια θεωρούνται κρίσιμες για την ενίσχυση του ανταγωνισμού, την αύξηση της διαπραγματευτικής ισχύος του καταναλωτή και τον εξορθολογισμό του κόστους στον κλάδο.
16. Επιβάλλεται η ταχύτερη δυνατή υλοποίηση μεταρρυθμίσεων στον ιδιωτικό τομέα υγείας και ασφάλισης, με επίκεντρο την προστασία του καταναλωτή και τη διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού.