Ζούμε σε μια εποχή συνεχών αλλαγών και αβεβαιότητας. Οι εξελίξεις δεν αφορούν μόνο την οικονομία. Αφορούν την κοινωνία, την τεχνολογία, την παγκόσμια πολιτική. Οι γεωπολιτικές εντάσεις, η ενεργειακή μετάβαση, η κλιματική κρίση, η εξέλιξη μέσω της τεχνολογίας και η ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή του ΑΙ είναι μερικά μόνο από τα θέματα που μας απασχολούν.
Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου, Πρόεδρος, Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος (Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Οδηγό Ασφάλισης, της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ στις 14/12/2025 )
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον όπου όλα είναι ρευστά το ζητούμενο είναι η ανθεκτικότητα, η ασφάλεια και η σταθερότητα.
Η ασφάλιση υπηρετεί ακριβώς αυτούς τους σκοπούς. Είναι ένας θεσμός που λειτουργεί προληπτικά, σταθεροποιητικά και αποκαταστατικά – ένας μηχανισμός που ενισχύει τη συνέχεια, την εμπιστοσύνη και την επανεκκίνηση μετά από κάθε κρίση.
Το 2023, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη κατέβαλαν αποζημιώσεις άνω του €1 τρισεκατομμυρίου. Παράλληλα, διαχειρίζονται €9,5 τρισεκατομμύρια σε ενεργητικό, χρηματοδοτώντας έργα υποδομής, ενέργειας, κατοικίας και ανάπτυξης.
Στην Ελλάδα, ο ρόλος του ασφαλιστικού κλάδου αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία. Οι φυσικές καταστροφές – πυρκαγιές, πλημμύρες, σεισμοί – δοκιμάζουν διαρκώς την κοινωνική και οικονομική συνοχή. Ο ασφαλιστικός μηχανισμός μπορεί να αποτελέσει ουσιαστικό σύμμαχο της Πολιτείας στην αποκατάσταση και κυρίως στην πρόληψη. Οι παρεμβάσεις της Κυβέρνησης που στοχεύουν στην ενίσχυση της ασφάλισης έναντι φυσικών καταστροφών είναι προς τη σωστή κατεύθυνση: η έκπτωση στον ΕΝΦΙΑ για κατοικίες ασφαλισμένες έναντι δασικής πυρκαγιάς, πλημμύρας και σεισμού, και η θέσπιση υποχρεωτικής ασφάλισης έναντι των ίδιων κινδύνων για επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των €500.000 αποτελούν θετικά βήματα για την καλλιέργεια ασφαλιστικής συνείδησης κι έχουμε δει να αυξάνεται η ζήτηση για ασφάλιση σε επιχειρήσεις και κατοικίες.
Όμως, το πρόβλημα είναι πολυεπίπεδο και απαιτεί συνεχόμενη προσπάθεια. Το λεγόμενο “protection gap” – δηλαδή το ποσοστό του πληθυσμού και της περιουσίας που παραμένει ακάλυπτο – εξακολουθεί να είναι υψηλό. Η αποτελεσματικότητα των μέτρων αυτών θα κριθεί τελικά στην πράξη: από την πραγματική αύξηση της κάλυψης, την αποδοτικότητα των κινήτρων και την εξάλειψη των αντικινήτρων. Αν το κράτος θέλει να μειώσει το κενό προστασίας ουσιαστικά να εξετάσει και το φορολογικό πλαίσιο. Ο φόρος ασφαλίστρων, που φτάνει έως και 15%, λειτουργεί αποτρεπτικά, ιδιαίτερα για τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος.
Εκτός από τον τομέα των φυσικών καταστροφών, η υγεία αποτελεί εξίσου ένα ζήτημα αυξανόμενης ανησυχίας στην Ελλάδα, τόσο για τους ασφαλισμένους πολίτες, όσο και για τις ασφαλιστικές εταιρίες και το ίδιο το Κράτος. Η χώρα μας παραμένει υποασφαλισμένη στον τομέα της υγείας.
Παρότι οι Έλληνες δαπανούν συνολικά €16,7 δισ. ετησίως για υπηρεσίες υγείας, μόλις €700 εκατ. καλύπτονται μέσω ασφαλιστικών προγραμμάτων, ενώ €5,5 δισ. προέρχονται από ιδία μέσα. Ποσοστιαία, η συμμετοχή των πολιτών από την τσέπη τους φτάνει περίπου το 35%, ποσοστό υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Με λιγότερο από το 20% του ελληνικού πληθυσμού να διαθέτει συμπληρωματική ιδιωτική ασφάλιση υγείας και απουσία ουσιαστικών φορολογικών κινήτρων για την απόκτησή της, το βάρος για τον πολίτη παραμένει δυσανάλογα μεγάλο.
Η εφαρμογή των DRGs -τα οποία ο ΕΟΠΥΥ ενσωματώνει στις συμβάσεις του με ιδιωτικά νοσηλευτήρια- και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών και κλινικών θα βοηθήσει στην αποδοτικότερη διαχείριση των διαθέσιμων πόρων και των δύο μερών, στην αποτελεσματικότερη παρακολούθηση της ορθής χρήσης των υπηρεσιών υγείας, στην ομαλοποίηση των μεταβολών του κόστους, και άρα στην υποστήριξη της διαφάνειας και στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την ιδιωτική κάλυψη.
Ο ασφαλιστικός κλάδος στην Ελλάδα διαχειρίζεται €21,2 δισ. σε περιουσιακά στοιχεία, επενδύει €17,2 δισ. – περίπου το 7,6% του ΑΕΠ – και καταβάλλει αποζημιώσεις ύψους €3,6 δισ. κάθε χρόνο. Είναι παρών στην κοινωνία, στηρίζει την πραγματική οικονομία και αποτελεί κρίσιμο θεμέλιο για κάθε σύγχρονη και ανθεκτική οικονομία.
Έχουμε την τεχνογνωσία, την εμπειρία, τα κεφάλαια και κυρίως τους ανθρώπους για να ανταποκριθούμε στις αυξημένες ανάγκες της κοινωνίας και να κλείσουμε το κενό προστασίας. Για να γίνει αυτό χρειάζεται συλλογική προσπάθεια, συνεργασία με την Πολιτεία και συνένωση δυνάμεων. Ως αγορά, ως Κράτος και ως πολίτες πρέπει και μπορούμε να σκεφτούμε και να δράσουμε πιο στρατηγικά, πιο θεσμικά και – πάνω απ’ όλα – πιο συλλογικά.
.gif?rand=2294)
















