Η υποχρεωτική ασφάλιση επιχειρήσεων συνιστά ένα σημαντικό βήμα προς την ενίσχυση της επιχειρηματικής σταθερότητας και της συνολικής ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας. Πρόκειται για μια θετική εξέλιξη που η ασφαλιστική αγορά αναμένει εδώ και καιρό, καθώς δημιουργείται πλέον ένα σαφές θεσμικό πλαίσιο προστασίας των επιχειρήσεων απέναντι σε φυσικές καταστροφές, οι οποίες παρουσιάζουν ολοένα αυξανόμενη συχνότητα και ένταση τα τελευταία χρόνια.
Κατερίνα Γκιόκα, Διευθύντρια Αναλήψεων Γενικών Κλάδων – Corporate της Εθνικής Ασφαλιστικής (am Ιούλιος – Αύγουστος 2025)
Το νέο αυτό πλαίσιο λειτουργεί ενισχυτικά όχι μόνο για την επιχείρηση, αλλά και για την κοινωνία και την οικονομία συνολικά, συμβάλλοντας μακροπρόθεσμα στην ενδυνάμωση της οικονομικής σταθερότητας και στην εδραίωση της εμπιστοσύνης μεταξύ επιχειρηματιών και ασφαλιστικών φορέων.
Ωστόσο, σύμφωνα με την κα Κατερίνα Γκιόκα, Διευθύντρια Αναλήψεων Γενικών Κλάδων – Corporate της Εθνικής Ασφαλιστικής, υπάρχουν ζητήματα που χρήζουν ρύθμισης, όπως η αποσαφήνιση της έννοιας της «ασφαλιστικής αξίας» των περιουσιακών στοιχείων. Αν και θεωρητικά το ασφαλισμένο ποσό πρέπει να αντιστοιχεί στην πραγματική αξία του αντικειμένου τη στιγμή της ζημίας, στην πράξη ο προσδιορισμός αυτής της αξίας ενέχει δυσκολίες. Ειδικά στις μεγάλες επιχειρήσεις, η διεθνής πρακτική ορίζει επιμέρους όρια ευθύνης, ποσοστιαία επί της ασφαλιστικής αξίας, ώστε να εξασφαλίζεται επαρκής αλλά όχι υπερβολική κάλυψη – πρακτική που είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη και στο νέο ελληνικό πλαίσιο.

Παράλληλα, όπως επισημαίνει η κα Γκιόκα, είναι απαραίτητο να υπάρξει ορισμός των καλύψεων για κινδύνους όπως η πλημμύρα, ο σεισμός και η δασική πυρκαγιά. Οι σαφείς οριοθετήσεις προστατεύουν τον ασφαλισμένο, αποτρέποντας παρανοήσεις και ενισχύοντας τη διαφάνεια στις αποζημιώσεις.
Σε κάποιες περιπτώσεις, η εύρεση ασφαλιστικής κάλυψης ενδέχεται να είναι δύσκολη, ειδικά για επιχειρήσεις που βρίσκονται σε περιοχές με υψηλό φυσικό κίνδυνο, έχουν παλαιές κατασκευές, ιστορικό συχνών ζημιών ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά λειτουργίας. Μια πιθανή λύση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η συνεργασία με διεθνείς αντασφαλιστικούς ομίλους, καθώς και η δημιουργία ειδικών, κρατικά υποστηριζόμενων ταμείων που θα αναλαμβάνουν την κάλυψη αυτών των ιδιαίτερων κινδύνων.
Η πρόσφατη εμπειρία από καταστροφικά φαινόμενα όπως η καταιγίδα Daniel, κατέδειξε, σύμφωνα με την κα Γκιόκα, ότι η ελληνική ασφαλιστική αγορά διαθέτει τόσο τα αναγκαία κεφάλαια όσο και την τεχνογνωσία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση τέτοιων προκλήσεων. Οι ασφαλιστικές εταιρίες ανταποκρίθηκαν άμεσα και με υπευθυνότητα, όχι μόνο υποστηρίζοντας τους ασφαλισμένους, αλλά και προωθώντας δράσεις πρόληψης και τεχνικής θωράκισης. Με αυτόν τον τρόπο, συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας νέας κουλτούρας πρόληψης και ανθεκτικότητας.
Όσον αφορά την ανταπόκριση των επιχειρήσεων στη νέα νομοθεσία, η εικόνα είναι ενθαρρυντική. Η ζήτηση για κάλυψη αυξάνεται, όμως είναι κρίσιμο να μετατραπεί η συμμόρφωση από υποχρέωση σε συνειδητή επιλογή. «Η ασφάλιση οφείλει να ενσωματωθεί στη νοοτροπία των επιχειρήσεων ως βασικό εργαλείο προστασίας», όπως τονίζει η κα Γκιόκα.
Παράλληλα, η πολιτεία, από την πλευρά της, θα πρέπει να θεσπίσει μηχανισμούς που θα διασφαλίζουν πρόσβαση στην ασφάλιση ακόμη και για τις επιχειρήσεις που δεν μπορούν να βρουν κάλυψη στην ελεύθερη αγορά. Σε αυτό το πλαίσιο, η Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου Αγοράς (ΔΙ.Μ.Ε.Α.) διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην παρακολούθηση της συμμόρφωσης μέσω της διασύνδεσης μεταξύ των δημόσιων φορέων και των ασφαλιστικών εταιριών.
Όπως υπογραμμίζει η κα Γκιόκα, η άμεση ζημιά στις εγκαταστάσεις μιας επιχείρησης αποτελεί μόνο μία όψη των οικονομικών συνεπειών από μια φυσική καταστροφή. Η απώλεια εισοδήματος και η διακοπή της λειτουργίας μπορεί να έχουν εξίσου σοβαρές συνέπειες. Στο πλαίσιο αυτό, σε κάθε ολοκληρωμένο ασφαλιστικό σχεδιασμό θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην κάλυψη της απώλειας κερδών, ώστε η ασφάλιση να λειτουργεί ως «δίχτυ προστασίας» για τη διατήρηση της οικονομικής ροής μιας επιχείρησης.
Η μετάβαση προς ένα ώριμο και ανθεκτικό ασφαλιστικό οικοσύστημα για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι πλέον πραγματικότητα. Η πρόκληση έγκειται στη σωστή υλοποίηση, στη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων και στην καλλιέργεια μιας νοοτροπίας πρόληψης που θα διασφαλίσει τη βιωσιμότητα της επιχειρηματικότητας στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται.