“Η ελληνική ασφαλιστική αγορά διαθέτει τα απαραίτητα κεφάλαια, την τεχνογνωσία, την εμπειρία και το ανθρώπινο δυναμικό ώστε να διαδραματίσει έναν ενισχυμένο ρόλο στην κάλυψη των κινδύνων από φυσικές καταστροφές”. Αυτό αναφέρει η κα Ελίνα Παπασπυροπούλου, Γενική Διευθύντρια στην Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος, μιλώντας για την εφαρμογή του μέτρου της υποχρεωτικής ασφάλισης επιχειρήσεων στο περιοδικό am Ιουλίου 2025.
Από την 1η Ιουνίου τέθηκε σε ισχύ η υποχρεωτική ασφάλιση επιχειρήσεων για φυσικές καταστροφές. Πώς κρίνετε το μέτρο στην αρχή της εφαρμογής του;
Μετά τις αλλεπάλληλες φυσικές καταστροφές που έπληξαν τη χώρα τα τελευταία χρόνια, η Πολιτεία αποφάσισε να προχωρήσει σε ένα δραστικό βήμα: να καταστήσει υποχρεωτική την ασφάλιση των επιχειρήσεων για κινδύνους από φυσικά φαινόμενα – συγκεκριμένα για δασική πυρκαγιά, πλημμύρα και σεισμό. Στόχος είναι να αυξηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα το ποσοστό των επιχειρήσεων που είναι ασφαλισμένες, καθώς σήμερα εξακολουθεί να υφίσταται ένα σημαντικό κενό προστασίας – ιδιαίτερα στον χώρο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η υποχρέωση αφορά επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 500.000 ευρώ.
Οι επιχειρήσεις, και ειδικά οι μικρότερες, είναι συχνά πιο ευάλωτες και λιγότερο προετοιμασμένες για την αντιμετώπιση των συνεπειών μιας φυσικής καταστροφής. Ζημιές σε υποδομές, απώλειες αποθεμάτων ή ακόμη και η αδυναμία συνέχισης της λειτουργίας τους μπορεί να αποβούν καταστροφικές όχι μόνο για την ίδια την επιχείρηση, αλλά και για την τοπική οικονομία και κοινωνία στην οποία ανήκει. Η προστασία της λειτουργίας τους δεν είναι λοιπόν απλώς οικονομικό ζήτημα – είναι και κοινωνικό: οι επιχειρήσεις είναι βασικά κύτταρα του κοινωνικού ιστού, δημιουργούν θέσεις εργασίας, υποστηρίζουν το εισόδημα των οικογενειών και συμβάλλουν στην ανθεκτικότητα των τοπικών κοινοτήτων.
Το μέτρο έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή από την 1η Ιουνίου και παρατηρούμε έντονη κινητικότητα στην ασφαλιστική αγορά, με αυξημένο ενδιαφέρον για ασφάλιση από πλευράς επιχειρήσεων. Ωστόσο, είναι ακόμη πολύ νωρίς για να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα ως προς την αποτελεσματικότητά του. Σε κάθε περίπτωση, είναι μια θετική εξέλιξη προς την κατεύθυνση της πρόληψης και της διαχείρισης των κινδύνων που φέρνει η νέα εποχή της κλιματικής κρίσης.
Αν οι επιχειρήσεις ανταποκριθούν σε όσα ορίζει ο νόμος περί υποχρεωτικής ασφάλισης, πως διασφαλίζεται ότι η ασφαλιστική αγορά μπορεί να καλύψει τις ανάγκες αποζημιώσεων μίας μεγάλης καταστροφής, ανάλογης αυτής που είδαμε στη Θεσσαλία το 2023;
Το παράδειγμα της Θεσσαλίας το 2023 είναι ακριβώς το περιστατικό που αναδεικνύει με τον πιο σαφή τρόπο την αξία της ασφάλισης και τον καθοριστικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η ασφαλιστική αγορά στη διαχείριση των συνεπειών από μια μεγάλη φυσική καταστροφή. Η ελληνική ασφαλιστική αγορά κατέβαλε αποζημιώσεις που ξεπέρασαν τα €370 εκατ., το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αφορούσε επιχειρήσεις. Αποδείχθηκε στην πράξη ότι οι ασφαλισμένες επιχειρήσεις κατάφεραν να ανακάμψουν και να επαναλειτουργήσουν πολύ ταχύτερα σε σχέση με όσες ήταν ανασφάλιστες.
Η ελληνική ασφαλιστική αγορά διαθέτει τα απαραίτητα κεφάλαια, την τεχνογνωσία, την εμπειρία και το ανθρώπινο δυναμικό ώστε να διαδραματίσει έναν ενισχυμένο ρόλο στην κάλυψη των κινδύνων από φυσικές καταστροφές, ακόμη και όταν πρόκειται για ζημιές πολλών εκατομμυρίων €. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις χρηματοδοτούν τις αποζημιώσεις που καταβάλλουν μέσα από τα ασφάλιστρα που εισπράττουν, αλλά και από τις αποδόσεις των επενδύσεών τους. Πέραν αυτού, εφαρμόζουν μηχανισμούς αντασφάλισης – δηλαδή, μεταφέρουν μέρος του κινδύνου που αναλαμβάνουν σε διεθνείς αντασφαλιστικούς ομίλους. Η πρακτική αυτή ενισχύει τη σταθερότητα και τη βιωσιμότητα της ασφαλιστικής κάλυψης, διασφαλίζοντας ότι ακόμη και σε ακραία γεγονότα υπάρχουν οι απαιτούμενοι πόροι για να αποζημιωθούν οι πληγέντες.
Σε κάθε γεγονός, η ελληνική ασφαλιστική αγορά έχει σταθεί συνεπής στις υποχρεώσεις της, καταβάλλοντας αποζημιώσεις στους ασφαλισμένους της. Δεν τίθεται ζήτημα φερεγγυότητας: οι ασφαλιστικές εταιρίες λειτουργούν κάτω από το αυστηρό ευρωπαϊκό πλαίσιο Solvency II, και εποπτεύονται στενά από την Τράπεζα της Ελλάδος. Όλες οι ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις διατηρούν δείκτη φερεγγυότητας πάνω από το 100%, υπερκαλύπτοντας τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του νόμου. Αυτό σημαίνει ότι μπορούν – και θα μπορούν – να ανταποκριθούν στους κινδύνους που αναλαμβάνουν, ακόμη και σε εξαιρετικά απαιτητικές συνθήκες.
Μέσα από ποιο φορέα, ποιο όργανο θα καταγράφεται – παρακολουθείται κατά πόσο οι επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω του μισού εκατομμυρίου θα ασφαλίζονται;
Η παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τον νόμο έχει ρυθμιστεί με την Κοινή Υπουργική Απόφαση 96806 /3.6.2025 (ΦΕΚ Β΄2810) που αφορά σε θέματα εφαρμογής του άρθρου 5 του ν.5116/2024 (Α΄ 100). Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην Υπουργική Απόφαση (άρθρο 4), ο έλεγχος της ύπαρξης ασφάλισης υπόχρεης επιχείρησης ανατίθεται στην Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου Αγοράς (ΔΙΜΕΑ) που ανήκει στο Υπουργείο Ανάπτυξης, η οποία θα πραγματοποιεί διασταυρώσεις μέσω διαλειτουργικότητας με τα πληροφοριακά συστήματα της ΑΑΔΕ και των ασφαλιστικών εταιριών.
Η ΔΙΜΕΑ σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης, θα μπορεί να επιβάλλει αυτοτελές διοικητικό πρόστιμο ύψους δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ στην υπόχρεη επιχείρηση. Η υπόχρεη επιχείρηση οφείλει, εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της πράξης επιβολής του προστίμου, να συμμορφωθεί με την ως άνω υποχρέωση ασφάλισης, διαφορετικά το πρόστιμο επιβάλλεται στο διπλάσιο του αρχικώς επιβληθέντος.
Η εν λόγω διαδικασία είναι υπό διαμόρφωση, αυτό ωστόσο δεν αναιρεί την υποχρέωση των επιχειρήσεων να ασφαλιστούν.