Τα τελευταία χρόνια, ο ρόλος της Ιδιωτικής Ασφάλισης αποδεικνύεται καθοριστικός τόσο για την κοινωνία όσο και για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Οι ολοένα συχνότερες και εντονότερες φυσικές καταστροφές καθιστούν την ασφαλιστική αγορά κρίσιμο παράγοντα στη συλλογική προσπάθεια αντιμετώπισης και μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης.
Σταύρος Κωνσταντάς, Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης ( το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Οδηγό Ασφάλισης που κυκλοφόρησε με την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 14/12/2025 )
Κατά συνέπεια, ο ρόλος των εποπτικών αρχών, και ειδικότερα της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), η οποία ασκεί την εποπτεία στην Επαγγελματική και Ιδιωτική Ασφάλιση, καθίσταται ιδιαίτερα κρίσιμος. Η ΤτΕ έχει την ευθύνη αφενός να διασφαλίσει ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά διατηρούν τη φερεγγυότητά τους και διαθέτουν επαρκή κεφάλαια για την κάλυψη των αναλαμβανόμενων κινδύνων και αφετέρου να προστατεύσει τα συμφέροντα των ασφαλισμένων από ακατάλληλες ή παραπλανητικές επιχειρηματικές πρακτικές, είτε αυτές προέρχονται από ασφαλιστικές εταιρείες είτε από διαμεσολαβητές.
Η ΤτΕ ασκεί το εποπτικό της έργο αξιοποιώντας συνδυασμό προληπτικών και κατασταλτικών εργαλείων, σε πλήρη εναρμόνιση με τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις και διεθνείς βέλτιστες πρακτικές. Ειδικότερα, υιοθετεί τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (EIOPA) και του Network for Greening the Financial System (NGFS), ενσωματώνοντας στα εποπτικά της εργαλεία την ανάλυση των κλιματικών κινδύνων, τόσο στο πλαίσιο της Προληπτικής Εποπτείας (Prudential Supervision) όσο και της Εποπτείας Επιχειρηματικών Πρακτικών (Conduct of Business Supervision).
Στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας, η προστασία των ασφαλισμένων διασφαλίζεται μέσω της συνεχούς αξιολόγησης της φερεγγυότητας των εταιρειών και της ικανότητάς τους να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις που απορρέουν από την κλιματική αστάθεια. Ειδικότερα, η ΤτΕ διενεργεί συστηματική επισκόπηση των Εκθέσεων Αξιολόγησης Ιδίων Κινδύνων και Φερεγγυότητας (ORSA) που υποβάλλουν ετησίως οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Οι εκθέσεις αυτές αποτυπώνουν την αναγνώριση και επιμέτρηση των κινδύνων κάθε εταιρείας, τη σύνδεσή τους με το επιχειρηματικό πλάνο και τη στρατηγική της σε βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Η αξιολόγηση του βαθμού ενσωμάτωσης των κλιματικών κινδύνων στα επιχειρηματικά μοντέλα, της μεθοδολογίας επιμέτρησης, καθώς και της επάρκειας του πλαισίου διακυβέρνησης και διαχείρισης κινδύνων, επιτρέπει την έγκαιρη αναγνώριση τάσεων, κενών και αναδυόμενων πρακτικών σε ολόκληρη την αγορά. Έτσι ενισχύεται έμμεσα αλλά ουσιαστικά η προστασία των ασφαλισμένων.
Επιπλέον, το εποπτικό πλαίσιο που θεσπίζει η Οδηγία Solvency II απαιτεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να εφαρμόζουν ολοκληρωμένα συστήματα διαχείρισης κινδύνων (ERM), τα οποία ενσωματώνουν ρητά τους κλιματικούς κινδύνους. Οι επιχειρήσεις αυτές οφείλουν να διαθέτουν οργανωμένες Κύριες Λειτουργίες, όπως τη Λειτουργία Διαχείρισης Κινδύνων και τη Λειτουργία Αναλογιστή, επαρκώς στελεχωμένες με εξειδικευμένο προσωπικό.
Σε ευθυγράμμιση με τις Κατευθύνσεις της EIOPA, όπου οι κλιματικοί κίνδυνοι κρίνονται ουσιώδεις, η ΤτΕ απαιτεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις τη διενέργεια ανάλυσης σεναρίων (scenario analysis) σχετικά με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Τα σενάρια αυτά περιλαμβάνουν, κατ’ ελάχιστον, ένα που ευθυγραμμίζεται με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού (αύξηση θερμοκρασίας < +2°C, ιδανικά +1,5°C) και ένα δυσμενές σενάριο όπου η αύξηση υπερβαίνει τους +2°C. Η ανάλυση αυτή οφείλει να ενσωματώνεται στον στρατηγικό και κεφαλαιακό σχεδιασμό κάθε εταιρείας.
Παράλληλα, όπου εντοπίζονται αποκλίσεις, η ΤτΕ πραγματοποιεί στοχευμένες εποπτικές παρεμβάσεις ώστε να διασφαλίζεται η ομοιογένεια και η επάρκεια των πρακτικών διαχείρισης κλιματικού κινδύνου, ιδίως ως προς την ενσωμάτωση των κλιματικών παραμέτρων στην ανάληψη κινδύνων (underwriting) και στις επενδύσεις, ανεξαρτήτως του μεγέθους ή του αντικειμένου δραστηριότητας της εταιρείας.
Πέραν της προληπτικής εποπτείας, η ΤτΕ ασκεί εποπτεία επιχειρηματικών πρακτικών (Conduct of Business Supervision), διασφαλίζοντας τη δίκαιη και διαφανή μεταχείριση των ασφαλισμένων. Στο πλαίσιο αυτό, επικεντρώνεται:
- στην αποτροπή φαινομένων greenwashing (παραπλανητικών ισχυρισμών αειφορίας),
- στη σαφήνεια των ασφαλιστικών καλύψεων και των εξαιρέσεων που αφορούν φυσικές καταστροφές,
- στην επάρκεια και δικαιοσύνη της τιμολόγησης, και
- στη διαφανή επικοινωνία προς τους καταναλωτές.
Σε περίπτωση παραβίασης των ανωτέρω αρχών ή διαπίστωσης πρακτικών που ενδέχεται να θίγουν τα δικαιώματα των ασφαλισμένων, η ΤτΕ είναι αρμόδια για τη διαχείριση σχετικών καταγγελιών κατά ασφαλιστικών επιχειρήσεων και διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα.
Συνοψίζοντας, η ασφαλιστική αγορά καλείται, εν μέσω ποικίλων προκλήσεων, να γεφυρώσει το κενό μεταξύ των συνεχώς αυξανόμενων αναγκών των πολιτών και των συχνά περιορισμένων δυνατοτήτων της Πολιτείας να ανταποκριθεί σε αυτές. Με την επιβάρυνση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, καθίσταται σαφές πως η Ιδιωτική Ασφάλιση δεν έχει μόνο καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη, αλλά φέρει και ισχυρό κοινωνικό αποτύπωμα, υπογραμμίζοντας την ευθύνη όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Η Τράπεζα της Ελλάδος και ειδικότερα η Εποπτεία Επαγγελματικής και Ιδιωτικής Ασφάλισης, εργάζεται αδιάκοπα προς αυτή την κατεύθυνση, διαμορφώνοντας ένα αξιόπιστο και αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο το οποίο προάγει την υγιή ανάπτυξη του ασφαλιστικού κλάδου και προστατεύει τα δικαιώματα των ασφαλισμένων.


















