Η ασφάλιση των επιχειρήσεων στην Ελλάδα παραμένει, μέχρι σήμερα, ένα σημαντικό αλλά υποβαθμισμένο ζήτημα. Παρά την αυξανόμενη επίγνωση των κινδύνων που απειλούν τη βιωσιμότητα κάθε επιχείρησης – από φυσικές καταστροφές έως κυβερνοεπιθέσεις – μόνο ένα μικρό ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων διαθέτει επαρκή ασφαλιστική κάλυψη.
Κωστής I. Αλφιέρης, Πρόεδρος ΔΣ του ΣEMA (Ειδική Έκδοση “Οι μεγαλύτεροι μεσίτες και Πράκτορες της Ασφαλιστικής Αγοράς 2025)
Οι Έλληνες επιχειρηματίες δεν έχουν πεισθεί πόσο σημαντικό ρόλο έχει η ασφάλιση στη βιωσιμότητα τους. Η εικόνα αυτή αναμένεται να αλλάξει ριζικά με την εφαρμογή του Νόμου 5116/2024, ο οποίος εισάγει την υποχρεωτική ασφάλιση έναντι φυσικών καταστροφών για επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 500.000 ευρώ. Σύμφωνα με τον Νόμο, οι επιχειρήσεις που δεν συμμορφώνονται θα αποκλειστούν των κρατικών ενισχύσεων και θα υπόκεινται σε σημαντικά πρόστιμα. Αυτό αναγκαστικά θα επιφέρει αύξηση της ασφαλιστικής διείσδυσης καθώς χιλιάδες επιχειρήσεις θα χρειαστεί να συνάψουν ασφαλιστήρια συμβόλαια δημιουργώντας ισχυρή ζήτηση για προϊόντα κάλυψης φυσικών καταστροφών.
Η υποχρεωτικότητα αναμένεται να φέρει τις ασφαλιστικές εταιρίες αντιμέτωπες με προκλήσεις καθώς θα δημιουργηθεί αυξημένη ζήτηση για νέες, εξειδικευμένες ασφαλιστικές λύσεις που θα καλύπτουν όχι μόνο τους φυσικούς κινδύνους αλλά και τη γενικότερη επιχειρηματική συνέχεια.
Παράλληλα, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αντιληφθούν την ασφάλιση όχι ως ένα ακόμα “βάρος” ή τυπική υποχρέωση, αλλά ως ουσιαστικό μέσο προστασίας της επένδυσής τους. Η σωστή επιλογή και διαχείριση ασφαλιστικών προγραμμάτων μπορεί να αποτελέσει στρατηγικό πλεονέκτημα σε έναν ολοένα και πιο απρόβλεπτο οικονομικό και περιβαλλοντικό κόσμο. Ο ασφαλιστικός κλάδος καλείται να ανταποκριθεί με καινοτομία και προσαρμοστικότητα. Θα πρέπει να προσφέρουν νέα προϊόντα με ευέλικτες καλύψεις και άμεσα, καθώς και βελτίωση των διαδικασιών εξυπηρέτησης και αποζημίωσης ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επιχειρηματιών προς τον θεσμό της ασφάλισης. Οι ασφαλιστικές εταιρίες θα πρέπει να προετοιμαστούν άμεσα και να προσφέρουν στους διαμεσολαβητές και στους πελάτες τους αναβαθμισμένες διαδικασίες Ανάληψης και Αποζημίωσης. Θα πρέπει να αυτοματοποιήσουν τις διαδικασίες underwriting (π.χ. online αξιολόγηση κινδύνου), να επενδύσουν σε τεχνολογίες για ταχύτερη καταβολή αποζημιώσεων και να προσαρμόσουν τους όρους και τις εξαιρέσεις, αυξάνοντας τη διαφάνεια.
Η ανάγκη συμμόρφωσης με τις ελάχιστες απαιτήσεις κάλυψης θα ωθήσει τις ασφαλιστικές εταιρείες να αναπτύξουν πιο προσαρμοσμένα, εξειδικευμένα προϊόντα όπως νέα Πολυασφαλιστήρια, Πακέτα επιχειρηματικής συνέχειας (Business Interruption) και Συμπληρωματικές καλύψεις (π.χ. κάλυψη εξόδων εκκένωσης, προσωρινής στέγασης κλπ).
Οι Μεσίτες Ασφαλίσεων βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αυτής της αλλαγής, καλούμενοι να αποδείξουν τον ρόλο τους ως στρατηγικοί σύμβουλοι επιχειρήσεων – ειδικά στις μικρομεσαίες – συμβάλλοντας όχι μόνο στην κάλυψη υποχρεώσεων με το κατάλληλο ασφαλιστικό πρόγραμμα, αλλά και στην ουσιαστική προστασία της επιχειρηματικής δραστηριότητας ενισχύοντας την θέση της Ασφαλιστικής Διαμεσολάβησης.
Η νέα υποχρέωση δεν σηματοδοτεί απλά μια τυπική αλλαγή στη νομοθεσία. Αναδιαμορφώνει τον ίδιο τον χάρτη της ασφαλιστικής αγοράς, επηρεάζοντας προϊόντα, τιμολογιακές πολιτικές, σχέσεις με τους πελάτες και στρατηγικές ανάπτυξης. Η αγορά θα πρέπει να ανταποκριθεί με ευελιξία, καινοτομία και επαγγελματισμό.