Ενα βιωματικό τατού έμπνευσης ή πώς κάθε σημαντικός άνθρωπος φέρει στο «κορμί” της ζωής του τα σημάδια άλλων σημαντικών ανθρώπων. Έτσι θα χαρακτήριζα την άγνωστη, αδημοσίευτη ιστορία, που μου εμπιστεύτηκε η καλή φίλη μου Μαργαρίτα Θεοδωράκη και έγινε το θέμα αυτού του κειμένου.
Του Γιάννη Ρούντου*
Πηγή: culturepoint.gr
Η αναφορά αυτή, μας μεταφέρει στα νηπιακά χρόνια του Μίκη στη Λέσβο, όπου είχε βρεθεί η οικογένεια λόγω μετάθεσης του πατέρα του Γιώργου, ως υπαλλήλου του Υπουργείου Εσωτερικών, έως το καλοκαίρι του 1928 – δηλαδή έως όταν ο Μίκης συμπλήρωσε τα τρία χρόνια του.
Το σημάδι αυτό έγινε μέρος της πιο εσωτερικής εικόνας, του ψυχοπνευματικού κόσμου που τροφοδότησε την απίστευτα δημιουργική ζωή του οικουμενικού Μίκη Θεοδωράκη, τη γεμάτη ενέργεια και δράση, μουσική και ποίηση, περιπέτειες και γνώσεις.
Κατά κάποιο τρόπο, μοιάζει με το ανεξίτηλο “σημάδι του Θεόφιλου” αυτό που κάθε δημιουργικός άνθρωπος φέρει ως ορατή ή αόρατη κληρονομιά: είτε μεταβιβασμένη “από χέρι” – συγγένεια και συνέχεια εξ αίματος ή πνεύματος είτε διαφορετικά, ως συγκυριακή και ανύποπτη παρακαταθήκη από άλλους ανθρώπους με τους οποίους έχει διασταυρωθεί ο δρόμος του.
Ο ιδιοφυής Μίμης Ανδρουλάκης, που γνώρισε – έζησε – διερεύνησε – διάβασε τον άνθρωπο Μίκη και ζυμώθηκε μαζί του όσο κανείς άλλος, φιλοτεχνώντας μια συναρπαστική προσωπογραφία του εμβληματικού συνθέτη στο “Σαλός θεού – Ο Μυστικός Μίκης”, προσδιόρισε πλήθος προσώπων που σημάδεψαν τον Θεοδωράκη. Άλλωστε ο Ανδρουλάκης, αναφερόμενος στη δική του ζωή και προσωπικότητα εκφράζει το αποτύπωμα των άλλων αποφθεγματικά με το “Εγώ είμαι οι άλλοι” και το αναδεικνύει στην τριλογία της δικής του αυτοβιογραφίας, στα τρία τελευταία βιβλία του (“Πριν σβήσουν τα φώτα”, “Κάτω από τις στάχτες”, “Ποιός το ξέρει; Ποιός το ξέρει;”).
Από τη Μαργαρίτα, λοιπόν, η αυθεντική αφήγηση για το γεγονός που σημάδεψε το πόδι -και όχι μόνο- του πατέρα της:
«Το 2015 ο μπαμπάς έκανε πιλάτες, πάντα στο γραφείο του στην Επιφανούς (σημ. Γ.Ρ.: στο σπίτι του, στου Φιλοπάππου). Ξάπλωνε πάνω σε ένα ειδικό κρεβάτι και ο φυσιοθεραπευτής του έκανε μασάζ – χρησιμοποιούσε και ένα μεγάλο μπαλόνι.
Κάποια μέρα καθόμουν κοντά του και μου αφηγείτο, ως συνήθως, τις ιστορίες του. Ήταν μόνο με το βρακί του και ένα φανελάκι. Απλώνονταν τα μακριά του πόδια και στο πλάι δεξιά στο δεξί του μπούτι διέκρινα μια στρογγυλή κηλίδα. Του λέω: είναι από εμβόλιο για την ευλογιά! “Όχι” μου λέει, “είναι το καρφί του Θεόφιλου”! Και μου είπε την ιστορία του:
Όταν ήταν μικρό παιδί στην Βαρειά Μυτιλήνης συναντούσε με τα άλλα τριών-τεσσάρων χρονών παιδάκια, τον ζωγράφο Θεόφιλο. Ο Θεόφιλος έμενε στο σπίτι της αδερφής του, η οποία του είχε παραχωρήσει στο πίσω μέρος του κήπου ένα μικρό καμαράκι.
Εκεί καθόταν και ζωγράφιζε. Φώναζε τα παιδάκια και τα έβαζε να κατουράνε μέσα σε τενεκεδάκια, γιατί χρησιμοποιούσε τα ούρα τους ως σταθεροποιητικό για τις μπογιές του. Έτσι λοιπόν, ο μικρός Μίκης πήγαινε στο καλυβάκι του Θεόφιλου και μαζί με τα άλλα παιδιά, τον παρακολουθούσε που ζωγράφιζε.
“Ένα πρωί”, λέει ο μπαμπάς, «εκεί που καθόμουν στο σανιδένιο πάτωμα, ένα μεγάλο καρφί με τρύπησε στο μπουτάκι”. Αυτό το μικρό σημάδι, μεγαλώνοντας ο Μίκης, απλώθηκε και έγινε ένα μεγάλο σημάδι στο μακρύ πόδι του. Ήταν το σημάδι αυτό από “το καρφί του Θεόφιλου”!
Εγώ τότε, του είπα: “Μπαμπά, ο Θεόφιλος ήταν ένας μεγάλος ζωγράφος, ένας ευφυής καλλιτέχνης. Ένας ουράνιος δημιουργός. Εκεί που ήσουν και σε τραυμάτισε το καρφί του, σου πέρασε και την έμπνευσή του. ´Ετσι, κι εσύ έγινες ένας μεγάλος, ένας τεράστιος δημιουργός. Ένας ουράνιος δημιουργός! Ο Ουρανο-Μίκης!”.
Ο μπαμπάς με άκουσε, γέλασε και χάρηκε. Και ο φυσιοθεραπευτής συνέχισε να του κάνει μαλάξεις.
Το “καρφί του Θεόφιλου”, λοιπόν! Θεόσταλτος ο Θεόφιλος, θεόσταλτος και ο Μίκης. Ο μικρός Μίκης πήρε μέσα από την πνοή, το βλέμμα, τα λόγια, το άγγιγμα του Θεόφιλου, το μεγαλείο της τέχνης».
Μια μικρή ιστορία με ένα μεγάλο νόημα εδώ για τα βιωματικά σημάδια στα 100 χρόνια της αθανασίας του Μίκη Θεοδωράκη, όπως τη μοιράστηκε μαζί μου η Μαργαρίτα. Και βέβαια η πολύπτυχη, πολλαπλή και αναμφίβολα ισχυρή επίδραση του Μίκη στις ζωές γενεών Ελλήνων και μη, μεταπολεμικά και έως σήμερα, έχει κάτι μέσα της και από “το σημάδι του Θεόφιλου”.

Ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (1870-1934) με τη γραφική φιγούρα και τη φουστανέλα, αναγνωρίστηκε φυσικά μετά θάνατον και έφθασε μάλιστα το 1961 με έκθεση έργων του μέχρι το Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι. Οφείλει την αναγνώριση, κυρίως, στον μυτιληνιό τεχνοκριτικό Στρατή Ελευθεριάδη-Τεριάντ, που του έδωσε βάση και υλικά ωεφόδια και υποστήριξε-προώθησε τα έργα του (σε τελάρα πλέον) έτσι ώστε να βρίσκονται στο μουσείο του στη Βαρειά της Μυτιλήνης αλλά και σε άλλα μουσεία σήμερα.
Ο Θεόφιλος κέντρισε και το ενδιαφέρον μεγάλων προσωπικοτήτων των γραμμάτων και των τεχνών (Γουναρόπουλου, Τσαρούχη, Σεφέρη κ.ά.) καθώς εξέφρασε μια γνήσια και ανεπιτήδευτη εικόνα ελληνικότητας σε μορφές και θεματικό περιεχόμενο με αθωωτική αφέλεια, όπως την είδε στη ζωγραφική του ο Λε Κορμπιζιέ: “Είναι ζωγράφος γεννημένος από το ελληνικό τοπίο. Μέσα από τον Θεόφιλο αναδεικνύεται το τοπίο και οι άνθρωποι της Ελλάδος: κοκκινόχωμα, πευκότοπος και ελαιώνας, θάλασσα και βουνά των θεών, άνθρωποι που λούζονται σε μια τολμηρά επικίνδυνη ηρεμία…” έγραψε ο σπουδαίος αρχιτέκτονας.
“Το σημάδι του Θεόφιλου” στο πόδι του Μίκη Θεοδωράκη πιστεύω πως υπερέβη την εικόνα μιας επουλωμένης πληγής. Έγινε μνήμη και πέρασε στο έργο του ως πόνος δημιουργίας, όπως πέρασε η αίσθηση της συμπαντικής αρμονίας όταν παιδάκι τριών ετών χάζευε με δέος τον έναστρο ουρανό στη Βαρειά, πριν κοιμηθεί κι ονειρευτεί. Τότε, που η μητέρα του έστρωνε στα μπαλκόνια του σπιτιού κατά τη μικρασιατική συνήθειά της για τον ελαφρύ ύπνο της “στρωματσάδας”, κάτω από τ’ αστέρια. Για να πλουτίσει ο μικρός Μίκης από σημάδια κι όνειρα τη ζωή του και με τη σειρά του, να πλουτίσει με το έργο του τις δικές μας ζωές.
Κεντρική φωτογραφία: ο Μίκης Θεοδωράκης σε ηλικία ανεμελιάς, με παιδικούς φίλους του (Α. Κούτουλας/SCHOTT)
Φωτογραφίες από αρχεία: Αστέρη Κούτουλα – SCHOTT, Μαργαρίτα Θεοδωράκη, Γιάννη Ρούντο