Το ζήτημα της υποχρεωτικής ασφάλισης επιχειρήσεων έναντι φυσικών καταστροφών, αναλύει σε συνέντευξή του ο Στάθης Γκόργκας, Εμπορικός Διευθυντής της Syndea. Όπως επισημαίνει χρειάζεται να υπάρξει συνέργεια μεταξύ του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, ακολουθώντας πετυχημένα εγχειρήματα του εξωτερικού.
Συνέντευξη του Στάθη Γκόργκα, Εμπορικού Διευθυντή της Syndea (am Ιουλίου 2025)
Ποια είναι η άποψη σας για την υποχρεωτική ασφάλιση επιχειρήσεων και ειδικότερα πως κρίνετε το μέτρο που βρίσκεται στην αρχή της εφαρμογής του;
Σαφώς και η θέσπιση της υποχρεωτικότητας της ασφάλισης των επιχειρήσεων με ορισμένα κριτήρια (ετήσιος κύκλος εργασιών 500.000 ευρώ και άνω, κάλυψη κατά 70% του ενεργητικού κ.α.) μας βρίσκει απολύτως σύμφωνους ως κλάδο και ως Syndea, όπως επανειλημμένα το είχαμε επισημάνει όχι μόνο στην παρούσα κυβέρνηση αλλά και σε προηγούμενες. Με δεδομένη την κλιματική αλλαγή και την ένταση των φαινομένων αλλά και τις προβλέψεις για το μέλλον, η υποχρεωτικότητα αποτελεί θεσμικό στόχο και συμβάλλει στην ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων και κατά συνέπεια της κοινωνίας. Συνεπώς το μέτρο κρίνεται ως αναγκαίο και ταυτόχρονα θεωρούμε ότι επιδέχεται βελτιώσεων ώστε να καταστεί αποτελεσματικό και βιώσιμο.
Θεωρείτε ότι υπάρχουν παράμετροι “ανοιχτά” θέματα που πρέπει να ρυθμιστούν; Σε ποιες περιπτώσεις είναι δύσκολη η ασφάλιση; Δίνεται λύση στο ζήτημα των επιχειρήσεων που δεν μπορούν να ασφαλιστούν;
Ναι βέβαια υπάρχουν ανοιχτά θέματα που σχετίζονται κυρίως με την πρακτικότητα, τη βιωσιμότητα και την απρόσκοπτη εφαρμογή του μέτρου. Θεωρούμε ότι η κάλυψη 70% είναι υπερβολικά αυστηρή ειδικά για κάποια είδη επιχειρήσεων (μεγάλα αποθέματα ή εξοπλισμός) και έχει τον κίνδυνο να προκαλέσει δυσανάλογο κόστος ασφάλισης. Άρα χρήζει εξειδίκευσης. Επίσης χρειάζεται σύμπραξη δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) για τον επιμερισμό του κινδύνου. Πρέπει να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός στα πρότυπα της Γαλλίας ή της Ισπανίας για τον επιμερισμό του κινδύνου σε περίπτωση μιας πολύ μεγάλης καταστροφής που η αγορά δεν θα μπορεί να καλύψει μόνη της. Ένα άλλο θέμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί είναι η έλλειψη προσφοράς σε κλάδους υψηλού κινδύνου, όπου μια επιχείρηση μπορεί να μην βρίσκει κάλυψη ή βρίσκει με πολύ υψηλό ασφάλιστρο. Μπορούμε επίσης να αναφέρουμε την έλλειψη ελέγχου και διασταύρωσης, πώς δηλαδή θα εντοπίζονται οι επιχειρήσεις που δεν έχουν καλυφθεί, τον κίνδυνο υπασφάλισης που μπορεί να αφήσει μια επιχείρηση ακάλυπτη όταν επέλθει ο κίνδυνος και κάποια ακόμη όπως:
πώς θα εφαρμόζεται ο αποκλεισμός από την κρατική ενίσχυση σε περίπτωση μη ασφάλισης
και τέλος βέβαια, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, η χαμηλή ασφαλιστική συνείδηση (μικρό ποσοστό ασφαλισμένων επιχειρήσεων πριν την ψήφιση του νόμου).
Η έλλειψη μιας μεγάλης και «γενναίας» ενημερωτικής εκστρατείας που θα πείσει τον πολίτη γιατί είναι προς το συμφέρον του και της οικογένειας του να ασφαλίσει την επιχείρηση του, γιατί δεν είναι δυνατόν το 2025 να αφήνει την τύχη της στο έλεος μιας κακοκαιρίας ή ενός σεισμού και να περιμένει από το Κράτος να τον σώσει! Στην Ελλάδα αδυνατούμε ακόμη εν πολλοίς να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, όμως αυτό πρέπει σταδιακά να αλλάξει.
Έχει η ασφαλιστική αγορά τη δυνατότητα και την τεχνογνωσία να καλύψει μία μεγάλη καταστροφή όπως αυτή του Daniel;
Η ασφαλιστική αγορά έχει σίγουρα την τεχνογνωσία να καλύψει μια τόσο μεγάλη καταστροφή. Ωστόσο δεν μπορεί να καλύψει ζημίες που δεν έχουν ασφαλιστεί πριν επέλθει ο κίνδυνος. Οι ζημίες από τον Daniel ξεπέρασαν το 3,5 δισ. ευρώ, με τις ασφαλισμένες ζημίες να είναι περίπου 370 εκατομμύρια ευρώ. Πρακτικά δηλαδή περίπου 10% ήταν ασφαλισμένες. Η ασφαλιστική αγορά δεν μπορεί να καλύψει ανασφάλιστους, δεν μπορεί να αποζημιώσει χωρίς εκτίμηση κινδύνου ή ζημίες που ξεπερνούν τις δυνατότητες αντασφάλισης. Είναι σαφές ότι κράτος και ασφαλιστική αγορά πρέπει να αντιμετωπίζουν τέτοια συστημικά γεγονότα με συνεργασία και σύμπνοια. Για να μπορέσει η ασφαλιστική αγορά να αυξήσει τις δυνατότητες της χρειάζεται και νομικό πλαίσιο αλλά και υποδομές και υιοθέτηση των βέλτιστων πρακτικών από άλλες χώρες όπως και δημιουργία μηχανισμών επιμερισμού των κινδύνων. Επιπλέον χρειάζεται περαιτέρω ανάπτυξη της ασφαλιστικής βάσης, κίνητρα, συνεργασίες με αντασφαλιστές και συνασφαλιστές, μοντελοποίηση των κινδύνων κ.α.
Ανταποκρίθηκαν οι επιχειρήσεις σε όσα ορίζει ο νόμος; Ποια είναι τα σημαντικότερα προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν; Πιστεύετε ότι για να είναι συνολικά καλυμμένη μία επιχείρηση θα πρέπει να έχει ενσωματώσει στην ασφάλιση και την απώλεια κερδών;
Υπάρχει μεγάλη κινητικότητα από τις επιχειρήσεις, η ζήτηση έχει αυξηθεί έντονα από την εφαρμογή του μέτρου αλλά και λίγο πριν, ωστόσο πάντα υπάρχει μια περίοδος προσαρμογής και κατανόησης. Συνήθως στο ξεκίνημα μιας θεσμικής αλλαγής υπάρχουν θέματα που πρέπει να διευκρινιστούν, φορείς που εκφράζουν τις αντιρρήσεις και τις ανησυχίες τους, όπως μια από αυτές είναι ότι υπάρχει έλλειψη προϊόντων για παλαιά κτίρια ή κτίρια σε επικίνδυνες περιοχές (πχ υψηλή σεισμικότητα κλπ), όμως κάθε αρχή και δύσκολη.
Σχετικά με την ασφάλιση για την απώλεια κερδών, είναι θέμα ζωής ή θανάτου για κάποιες κατηγορίες επιχειρήσεων και, αν και δεν προβλέπεται ως υποχρεωτική από το νόμο, θεωρούμε ότι οι συγκεκριμένοι επιχειρηματίες θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους αυτόν τον κίνδυνο, π.χ. μια ξενοδοχειακή επιχείρηση αν σταματήσει τη λειτουργία της για κάποιους μήνες κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου και χάσει τη σεζόν είναι πολύ δύσκολο να ορθοποδήσει. Άρα ναι, εμείς πιστεύουμε ότι η απώλεια κερδών είναι απαραίτητο να ενσωματωθεί στην ασφάλιση των επιχειρήσεων.